- τρίπορθος
- τρῐ-πορθος, ον,A thrice-sacked, Τευκρίς ib.15.26.18 (Dosiad.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίπορθος — ον, Α (για πόλη ή χώρα) αυτός που εκπορθήθηκε τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πορθος (< πέρθω «ερημώνω, αφανίζω»)] … Dictionary of Greek
τρίπορθον — τρίπορθος thrice sacked masc/fem acc sg τρίπορθος thrice sacked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)